εν αμύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν αμύνη < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀμύνῃ (δοτική ενικού του ἄμυνα) → δείτε τις λέξεις εν και άμυνα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν αμύνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]