εν αταξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν αταξία < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀταξίᾳ (δοτική ενικού του ἀταξία) → δείτε τις λέξεις εν και αταξία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν αταξία
- (παρωχημένο, λόγιο) σε αταξία, άτακτα, ασυντόνιστα,
- ↪ με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, τον Αύγουστο του 1922, οι ελληνικές μονάδες βρέθηκαν εν αταξία, αδυνατώντας εφαρμογή τακτικής υποχώρησης και ανασυγκρότησης, με συνέπεια ν΄ ακολουθήσει άτακτη φυγή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν αταξία
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)