εν παραλλήλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εν παραλλήλω < (καθαρεύουσα ) ἐν παραλλήλῳ (δοτική ενικού του παράλληλος) → δείτε τις λέξεις εν και παράλληλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
εν παραλλήλω
- (λόγιο) σε παραλληλία, παράλληλα
- ↪ σύνδεση ηλεκτρικών αντιστάσεων εν παραλλήλω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εν παραλλήλω
|