εν σειρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν σειρά < (καθαρεύουσα ) ἐν σειρᾷ (δοτική ενικού του σειρά) → δείτε τις λέξεις εν και σειρά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν σειρά

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]