εν συνόψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εν συνόψει < (καθαρεύουσα ) ἐν, συνόψει (δοτική ενικού του σύνοψις) → δείτε τις λέξεις εν και σύνοψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

εν συνόψει

  • (λόγιο) πολύ συνοπτικά, σε περίληψη
    Εν συνόψει στην κρίση των Ιμίων η τότε ελληνική πολιτική ανεπάρκεια αναδείχθηκε σε εθνική μειοδοσία.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]