σύνοψις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύνοψῐς αἱ συνόψεις
      γενική τῆς συνόψεως τῶν συνόψεων
      δοτική τῇ συνόψει ταῖς συνόψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύνοψῐν τὰς συνόψεις
     κλητική ! σύνοψῐ συνόψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνόψει
γεν-δοτ τοῖν  συνοψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύνοψις < σύν- + ὄψις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύνοψις, -εως θηλυκό

  1. συνολική επισκόπηση, κοίταγμα, θεώρηση πολλών πραγμάτων
  2. (ελληνιστική σημασία) σύνοψη, περίληψη, ανακεφαλαίωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]