εξακολουθητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξακολουθητικά < εξακολουθητικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξακολουθητικά
- χωρίς παύση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξακολουθητικά
→ δείτε τη λέξη συνεχώς |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξακολουθητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξακολουθητικός