εξαντλητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εξαντλητικά < εξαντλητικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξαντλητικά
- με εξαντλητικό τρόπο
- δουλεύει εξαντλητικά εδώ και πολλούς μήνες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαντλητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξαντλητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξαντλητικό