εξισώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξισώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξισώνω
- θα εξισώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξισώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξισώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξίσωση