επικεντρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επικεντρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικεντρώνω
- θα επικεντρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικεντρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επικεντρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επικέντρωση