επιχειρήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

επιχειρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχειρώ
  2. θα επιχειρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχειρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

επιχειρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιχείρηση