εφετικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εφετικά
τα ποθητά, σε μεγάλο βαθμό επιθυμητά.
γραμμ. ο γραμματικός τύπος που δηλώνει σφροδρή επιθυμία
- εφετικά ρήματα της αρχαίας ελληνικής σε -ιάω ή -είω, όπως μητιάω, κλαυσιάω, τυραννησείω
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εφετικό