εὐωχέομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
εὐωχέομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εὐωχέω
- με καλομεταχειρίζονται
- φιλοξενούμαι
- μου κάνουν το τραπέζι
- κάνω δαπανηρή ζωή
- απολαμβάνω