ηλεκτρικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηλεκτρικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ηλεκτρικός, (εννοείται το ουσιαστικό ρεύμα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.le.ktɾiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λε‐κτρι‐κό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρικό ουδέτερο
- το ηλεκτρικό ρεύμα
- ※ Σηκώθηκε κι έσβησε το ηλεκτρικό που τρεμόπαιζε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ηλεκτρικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ηλεκτρικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ηλεκτρικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρικό