θαρρετά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαρρετά < θαρρετός
Επίρρημα[επεξεργασία]
θαρρετά (τροπικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαρρετά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θαρρετά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θαρρετό