καθαυτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καθαυτόν, καθαυτού, καθεαυτό, καθεαυτού

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθαυτό < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθ' αὑτό < καθ' αὑτόν (αντωνυμία, όχι επίρρημα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.θaˈfto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θαυ‐τό

Επίρρημα[επεξεργασία]

καθαυτό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]