επιθετικοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιθετικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιθετικοποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε επιθετικ(ός) + -ο- + ποιημένος < ποιώ.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.θe.ti.ko.pi.iˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐θε‐τι‐κο‐ποι‐η‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
επιθετικοποιημένος, -η, -ο
- (γραμματική) για οποιοδήποτε μέρος του λόγου έχει μετατραπεί σε επίθετο
- ↪ παραδειγματα
- Επιθετικοποιημένη μετοχή: μία φυλασσόμενη διάβαση
- ≈ συνώνυμα: επιθετική μετοχή (σε επιθετική λειτουργία) (επιθετική μετοχή @ebooks.edu.gr Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Γυμνασίου)
- Ως μετοχή: Οι διαβάσεις που είναι φυλασσόμενες είναι πιο ασφαλείς.
- ※ Λήμμα «αναξιοπαθών», Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- [ΕΤΥΜ. μτγν. επιθετικοποιημένη μετοχή ενεστ. […]
- ↪ παραδειγματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις επίθετο, θέτω και ποιώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ουσιαστικοποιημένος
- ονοματοποιημένος διαφορετικό από το ονοματοποίηση
- → δείτε και τον αγγλικό όρο nominalise
- για τους συντάκτες: πρότυπο
{{επιθ}}
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιθετικοποιημένος
|
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από λεξικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)