ονοματοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ονοματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ονοματοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ονοματοποιημένος, -η, -ο
- (για λέξη που ανήκε προηγουμένως σε κάποιο άλλο μέρος του λόγου) που έχει μετατραπεί σε ουσιαστικό ή επίθετο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ονοματοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ονοματοποιημένος