ποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποιημένος
|