κακανθρωπίσματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κακανθρωπίσματα | ||
γενική | των | κακανθρωπισμάτων | ||
αιτιατική | τα | κακανθρωπίσματα | ||
κλητική | κακανθρωπίσματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακανθρωπίσματα < μεσαιωνική ελληνική κακανθρωπίζω + -ματα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακανθρωπίσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) οι καλικάντζαροι
- ※ Την περίοδο των Χριστουγέννων έως και τα Θεοφάνια, οι σύγχρονοι παραμυθάδες βγάζουν από το σεντούκι ιστοριούλες με καλικάντζαρους, που πολλές φορές τρομάζουν τα παιδιά και άλλες «σκάνε στα γέλια με αυτά τα γελοία μαυριδερά πλάσματα που λέγονται και κατουρλήδες, καήδες, κακανθρωπίσματα, καρκαντζούλια». (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακανθρωπίσματα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)