κακουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κακουργῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακουργώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακουργῶ (κακουργέω) < κακοῦργος < (κακός) κακ- + ἔργον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.kuɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κουρ‐γώ
τονικό παρώνυμο: κακούργο

Ρήμα[επεξεργασία]

κακουργώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)