κανελί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανελί < κανέλ(α) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.neˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐νε‐λί
τονικό παρώνυμο: Κανέλλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανελί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

κανελί άκλιτο

  • άκλιτος τύπος του κανελής για όλα τα γένη

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κανέλα

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κανελί