κητοειδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κητοειδή < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κητοειδής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κητοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κητοειδή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κητοειδή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κητοειδή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κητοειδές, ουδέτερο του κητοειδής
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κητοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας