κοινόχρηστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινόχρηστα < κοινόχρηστος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινόχρηστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χρηματικό ποσό που αναλογεί σε κάθε ένοικο ή ιδιοκτήτη για τα έξοδα πολυκατοικίας και καταβάλλεται κάθε μήνα
- σε πολλές πολυκατοικίες, μαζί με τα κοινόχρηστα, καταβάλλεται και χρηματικό ποσό που συγκεντρώνεται σαν αποθεματικό για έκτακτα έξοδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινόχρηστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοινόχρηστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοινόχρηστος