κοινόχρηστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινόχρηστα < κοινόχρηστος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοινόχρηστα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. χρηματικό ποσό που αναλογεί σε κάθε ένοικο ή ιδιοκτήτη για τα έξοδα πολυκατοικίας και καταβάλλεται κάθε μήνα
    σε πολλές πολυκατοικίες, μαζί με τα κοινόχρηστα, καταβάλλεται και χρηματικό ποσό που συγκεντρώνεται σαν αποθεματικό για έκτακτα έξοδα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κοινόχρηστα