κοινόχρηστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινόχρηστος < κοινός + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια άχρηστος, δύσχρηστος, εύχρηστος)
Επίθετο[επεξεργασία]
κοινόχρηστος, -η, -ο
- που χρησιμοποιείται από το κοινό και όχι μόνο από κάποιο συγκεκριμένο άτομο
- οι κοινόχρηστοι χώροι της πολυκατοικίας
- προσέχουμε ιδιαίτερα τα προσωπικά μας δεδομένα όταν μπαίνουμε στο διαδίκτυο από κοινόχρηστο υπολογιστή
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Να μη συγχέεται με τον δημόσιο. Ένας π.χ. κοινόχρηστος χώρος είναι προσβάσιμος σε όλους, ενώ ένας δημόσιος χώρος ανήκει στο δήμο όπου μπορεί να τον ορίσει ελεύθερα κοινόχρηστο ή προσβάσιμο έναντι τιμήματος