κοινό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοι‐νό
ομόηχο: κινώ
τονικό παρώνυμο: κείνο

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κοινό
      γενική του κοινού
    αιτιατική το κοινό
     κλητική κοινό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοινό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική κοινός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική public[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοινό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, σύνολο ανθρώπων οι οποίοι συνδέονται με χαλαρούς και άτυπους κοινωνικούς δεσμούς, σαφείς όμως ως προς τα ενδιαφέροντα και τους ευρύτερους προσανατολισμούς
    ⮡  απαγορεύεται η είσοδος στο κοινό
  2. σύνολο ανθρώπων που μετέχουν σε μια κοινωνική ή άλλη δραστηριότητα ή παρακολουθούν ως αναγνώστες, ακροατές, θεατές ή επισκέπτες μια καλλιτεχνική, επιστημονική, αθλητική ή άλλη εκδήλωση
    ⮡  περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
κοινό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

κοινό

Αναφορές

[επεξεργασία]