κομπέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική compère [1] < λατινική compater < pater

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /komˈbeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπερ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομπέρ αρσενικό άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]