κομπαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπαστικά < κομπαστικός + -ά < ελληνιστική κοινή κομπαστικός < αρχαία ελληνική κομπάζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kom.ba.stiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπα‐στι‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κομπαστικά
- με κομπαστικό τρόπο, με κομπασμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κομπάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπαστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κομπαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κομπαστικός
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)