κονσομασιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονσομασιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική consommation[1] < λατινικά consummatio < consummatus + -io < consummo < con + summo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονσομασιόν θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο (γαλλισμός)
- (κυριολεκτικά) η κατανάλωση προϊόντων
- (μεταφορικά) το να κρατάει κάποιος ή κάποια επί πληρωμή συντροφιά σε νυχτερινό κέντρο
- Για το επόμενο τετράμηνο, έξι βράδια τη βδομάδα εκτός Κυριακής, χρησιμοποιούσε το σώμα της ως εργαλείο και με τις δύο ιδιότητές της: τόσο ως κοινωνική ανθρωπολόγος που εξερευνά την πολιτισμική πρακτική της κονσομασιόν, όσο και σαν κονσοματρίς, η αξία της οποίας μετριέται από την ποσότητα των κερασμένων ποτών που αποσπά ως θηλυκό από τους άντρες-πελάτες. (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 14/2/2010)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονσομασιόν
|
- ↑ κονσομασιόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαλλισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)