consommation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
consommation | consommations |
consommation (fr) θηλυκό
- η κατανάλωση
- το ποτό που παραγγέλνεται και καταναλώνεται σε νυχτερινό κέντρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη consommer