κοπτερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κοπτερά
- άλλη μορφή του κοφτερά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπτερά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοπτερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοπτερός