κοπτερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοπτερός | η | κοπτερή | το | κοπτερό |
γενική | του | κοπτερού | της | κοπτερής | του | κοπτερού |
αιτιατική | τον | κοπτερό | την | κοπτερή | το | κοπτερό |
κλητική | κοπτερέ | κοπτερή | κοπτερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοπτεροί | οι | κοπτερές | τα | κοπτερά |
γενική | των | κοπτερών | των | κοπτερών | των | κοπτερών |
αιτιατική | τους | κοπτερούς | τις | κοπτερές | τα | κοπτερά |
κλητική | κοπτεροί | κοπτερές | κοπτερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοπτερός < μεσαιωνική ελληνική κοπτερός < αρχαία ελληνική κόπτω
Επίθετο[επεξεργασία]
κοπτερός
- (λόγιο) άλλη μορφή του κοφτερός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοπτερός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ερός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)