κορυζῶντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
κορυζῶντα
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του κορυζῶν
- ※ 2ος αιώνας κε Λουκιανός, «Ζευς τραγωδός» 15, 9-11 @loebclassics, ed.Dindorf Vol.2@books.google
- «ἐννοῶν ἅμα τοῦ Μνησιθέου τὴν μικρολογίαν, ὃς ἑκκαίδεκα θεοὺς ἑστιῶν ἀλεκτρυόνα μόνον κατέθυσε, γέροντα κἀκεῖνον ἤδη καὶ κορυζῶντα
- → λείπει η μετάφραση
- @perseus.tufts.edu κορυξῶντα (f.l.?)
- (ουδέτερο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κορυζῶν
Πηγές[επεξεργασία]
- κορυζάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.