κουρασμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρασμένα < κουρασμένος + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.ɾaˈzme.na/
Επίρρημα[επεξεργασία]
κουρασμένα
- με κούραση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουρασμένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
κουρασμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κουρασμένος