κοφτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοφτά < κοφτός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κοφτά
- απότομα και χωρίς περιθώριο για αντιρρήσεις
- τους μίλησε ορθά κοφτά και δε σήκωνε αντιρρήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοφτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοφτό