κράκουρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κράκουρα | ||
γενική | των | κράκουρων | ||
αιτιατική | τα | κράκουρα | ||
κλητική | κράκουρα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κράκουρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κράκορα < αρωμουνική creacuri, πληθυντικός αριθμός του creac
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κράκουρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) απόκρημνοι βράχοι
- ※ Πήραμε ίσια τα πλάγια, πότε εγώ μπροστά κι αυτός πίσω και πότε πίσω εγώ και μπροστά αυτός. Εδώ να βρούμε περδικοφωλιές με περδικάβγα, εκεί να βρούμε, τρέξε δεξιά, τρέξε ζερβιά, τρέξε ίσια πάνω και τρέξε ίσια κάτω, μέσα στα βράχια και στους γκρεμούς, στις γούβες και στις σπηλιές, στα κράκουρα και στις νεροσυρμές, παντού στους γνώριμους τόπους του χωριού μας, βγάλαμε αλεπούδες από τις τρύπες τους, λαγούς από τις σμούλες τους, προντίσαμε γεράκια απ' τα προσήλια τους, περδίκια απ' τις βοσκές τους, αλλά περδικοφωλιές και περδικάβγα πουθενά! (Χρήστος Χρηστοβασίλης, Η Καθαρή Δευτέρα.)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κράκουρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)