λευκαντικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λευκαντικό ουδέτερο

  • ειδική χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την λεύκανση των ρούχων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λευκαντικό