μάστορες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μάστορες αρσενικό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μάστορας
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μάστορης

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

για την ονομαστική και κλητική πληθυντικού

για την αιτιατική πληθυντικού