μαγγανεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαγγανεύω < αρχαία ελληνική μαγγανεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
μαγγανεύω
- κάνω μαγγανείες, κάνω μάγια, λέω ξόρκια, υπόσχομαι απατηλά ότι θα πετύχω τις επιθυμίες κάποιου με φίλτρα και ματζούνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαγγανεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μαγγανεύω < μάγγανον
Ρήμα[επεξεργασία]
μαγγανεύω
- μαγεύω χρησιμοποιώντας τη γοητεία ή μαγικά φίλτρα
- (μεταφορικά) νοθεύω