μαρτυρικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρτυρικό < από το ουδέτερο του επιθέτου μαρτυρικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρτυρικό ουδέτερο
- (παρωχημένο) κάτι αντίστοιχο με συστατική επιστολή ή με πιστοποιητικό στη μεσαιωνική Ελλάδα
- στον πληθυντικό, τα μαρτυρικά, ήταν διαπιστευτήρια έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας, ανάλογα με το βαθμό που είχε κάποιος στην οργάνωση
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μαρτυρικό
- αιτιατική ενικού του μαρτυρικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μαρτυρικός