μεθοριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]μεθοριακά < μεθοριακός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]μεθοριακά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεθοριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μεθοριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεθοριακό