μετεξελίσσομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μετεξελίσσομαι < (μετα-) μετ- + εξελίσσομαι, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redevelop[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.te.kseˈli.so.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

μετεξελίσσομαι, π.αόρ.: μετεξελίχθηκα, μτχ.π.π.: μετεξελιγμένος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]