μοναδιαία πράξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοναδιαία πράξη < → δείτε τις λέξεις μοναδιαίος και πράξη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unary operation
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]μοναδιαία πράξη
- (άλγεβρα, πληροφορική) η πράξη που δέχεται ένα όρισμα ή τελεστέο (δηλαδή είναι τάξης 1) και παράγει ένα αποτέλεσμα
- η μοναδιαία πράξη « − » μετατρέπει τον θετικό αριθμό σε αρνητικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοναδιαία πράξη