μοναδιαία πράξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοναδιαία πράξη < → δείτε τις λέξεις μοναδιαίος και πράξη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unary operation

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

μοναδιαία πράξη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]