μοναχά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοναχά < μοναχός (επίθετο)
Επίρρημα[επεξεργασία]
μοναχά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μοναχά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μοναχό