μούτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μούτο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmu.tɔ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μού‐το

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μούτο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μούτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μούτος