μπούλινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπούλινγκ < αγγλική bullying < bully < ολλανδικά boel (εραστής, αδερφός) < μέση ολλανδική boel < πρωτογερμανική *bō-lan- < *bō- (αδερφός, πατέρας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπούλινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) επαναλαμβανόμενες επιθετικές, βίαιες ή εκφοβιστικές πράξεις και συμπεριφορές ενός ατόμου ή συνόλου ατόμων προς κάποιο πρόσωπο που (ενδεχομένως) για κάποιο λόγο ξεχωρίζει ή διαφέρει από τον θύτη ή τους θύτες
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (σχολικός) εκφοβισμός
- (ενδοσχολική) βία
- σχολικό μπραβιλίκι
- νταϊλίκι
- θυματοποίηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπούλινγκ