νίκελ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νίκελ < γερμανική Nickel < Kupfernickel < Kupfer + Nickel (< Nikolaus < λατινική Nicolaus < αρχαία ελληνική Νικόλαος (αντιδάνειο) < νίκη + λαός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νίκελ ουδέτερο άκλιτο
- (χημεία) άλλη μορφή του νικέλιο
- κάτι που έχει επινικελωθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αργυρονικέλιο
- επινικελώνω
- επινικέλωση
- νικέλινος
- νικέλιο
- νικελιούχος
- νικέλωμα
- νικελώνω
- νικέλωση
- → δείτε τις λέξεις Νικόλαος, νίκη και λαός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Νικέλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νίκελ
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)