νυμφαγωγέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυμφαγωγέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

νυμφαγωγέω/νυμφαγωγῶ

  1. (ελληνιστική κοινή) οδηγώ τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού
  2. (ελληνιστική κοινή) συνάπτω γάμο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]