νυμφαγωγέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυμφαγωγέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
νυμφαγωγέω/νυμφαγωγῶ
- (ελληνιστική κοινή) οδηγώ τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού
- (ελληνιστική κοινή) συνάπτω γάμο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νυμφαγωγία
- νυμφαγωγός
- → και δείτε τη λέξη νύμφη
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- νυμφαγωγέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νυμφαγωγέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.