ολέθρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολέθρια < ολέθρι(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ολέθρια
- που έχει ολέθριες επιπτώσεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ολεθρίως (λόγιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολέθρια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ολέθρια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ολέθριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ολέθριο) του ολέθριος