ομοιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοιώνω < αρχαία ελληνική ὁμοιόω / ὁμοιῶ < ὅμοιος / ὁμοῖος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.miˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μοι‐ώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

ομοιώνω (παθητική φωνή: ομοιώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]